Αναρωτιόμαστε κάποιες στιγμές τι
ήταν αυτό που έκανε κάποιους ανθρώπους να αποφασίσουν να ακολουθήσουν το δρόμο
της πίστης νικώντας την ίδια τη ζωή και τα δώρα της. Το παράδειγμα του Αγίου
Δημητρίου είναι χαρακτηριστικό. Με γνώμονα τα κοσμικά μέτρα ήταν ένας απόλυτα
επιτυχημένος άνθρωπος. Επαγγελματικά ξεχωρίζει. Στρατιωτικός γενναίος και με
πλήρη αποδοχή από το σύστημα εξουσίας της εποχής του. Μέλλον ευοίωνο. Οι συστρατιώτες
του πιστεύουν σ’ αυτόν και εμπνέονται από αυτόν στην καθημερινή ζωή του
στρατοπέδου. Η δόξα του δεδομένη. Η νιότη του αφορμή χαράς τόσο για τον ίδιο,
όσο και για όσους συναναστρέφονται μ’ αυτόν. Θα μπορούσε να κάνει οικογένεια αν
ήθελε, θα μπορούσε να γίνει ευτυχισμένος, όπως κάθε άνθρωπος.
Κι όμως εκείνος επιλέγει έναν
άλλο δρόμο. Ρήξης και ανατροπής. Τόσο έναντι των αξιών της ζωής και της εποχής,
όσο και έναντι των πειρασμών που ο εαυτός του ήταν ξεκάθαρο ότι βίωνε. Γιατί δε
γίνεται μέσα σου να μη νιώθεις έντονη την ροπή να γίνεις άκοπα σχεδόν ό,τι όλοι
θα αποδέχονταν, αλλά και η ανθρώπινη φύση θα συγκατένευε ως καταξίωση,
πληρότητα, νόημα ζωής.
Διαλέγει έναν δρόμο όχι ζωής,
αλλά θανάτου. Θανατώνει τον εαυτό του. Την δόξα του. Την αποδοχή του από τους
άλλους. Τα μέτρα της ευτυχίας που η ζωή χαράζει. Τα παραδεδομένα. Τους θεούς
του κόσμου. Τα πάντα που θα περίμενε ο καθένας να τον ευχαριστούν και να τον
αναπαύουν. Διαλέγει την πίστη ως θάνατο. Ως νέκρωση. Ως ρήξη. Ανατρέπει το
αναμενόμενο. Και δεν μένει στην ανατροπή αναφορικά με τον εαυτό του. Επιλέγει
να καταστήσει κοινωνούς της ανατροπής όλους όσους γνωρίζει. Όχι μόνο τότε. Αλλά
στους αιώνες.
Γίνεται διδάσκαλος. Όχι του πώς
κατακτάς τη ζωή που σου χαρίζεται απλόχερα, αλλά μιαν άλλη Ζωή. Αυτήν που δίνει
ο Χριστός. Την Αλήθεια. Που δίδεται μόνον έναντι θανάτου. Διαλέγει να είναι
χριστιανός και να μοιραστεί αυτή την ιδιότητα εγκαταλείποντας κάθε τι. Μιλά και
πληρώνει γι’ αυτό. Φυλακίζεται και περιμένει το θάνατο. Κι ενώ ο καθένας από
εμάς θα ησύχαζε μέσα στην αγωνία της ύπαρξης που γνωρίζει ότι έρχεται η στιγμή
που θα εγκαταλείψει αυτό που γνωρίζει, αυτό που βιώνει, αυτό του οποίου έχει
εμπειρία, δηλαδή τον παρόντα αιώνα, εκείνος διαλέγει να μιλά γι’ αυτό που για
εμάς τους πολλούς είναι απρόσιτο και ίσως ακατανόητο. Το μυστήριο της κοινωνίας
και της αγάπης που έρχεται μέσα από τον θάνατο. Την Ανάσταση που βιώνει εκείνος
που ζει τον Χριστό όχι ως προσδοκία, αλλά ως εμπειρία. Ως επιλογή αυταπάρνησης.
«Ο Θεός του Δημητρίου, βοήθει
μοι», αναφωνεί ο νεαρός μαθητής του Νέστορας και συντρίβει τον γίγαντα Λυαίο
που προκαλεί με θάνατο αυτούς που έχουν επιλέξει τον θάνατο. Και ο διδάσκαλος
γνωρίζει τη στιγμή που ο μαθητής του ξεκινά για το στάδιο ότι τόσο εκείνον όσο
και τον ίδιο, παρά τη νίκη, τους περιμένει ο θάνατος. Και είναι έτοιμος. Μόνο
όταν έχεις νικήσει το θάνατο πεθαίνοντας για ό,τι και Όποιον αγαπάς ο θάνατος
είναι για σένα πέρασμα. Πάσχα. Συνάντηση με τον Αγαπημένο. Και δώρο στους
αιώνες για όλη την ανθρωπότητα που μαθαίνει τόσο όταν είσαι στη ζωή του κόσμου
τούτου, όσο και όταν Ζεις αθανατισμένος κοντά στην αιώνια Ζωή.
Να γιατί ο Άγιος. Για να
μπορούμε όσοι φέρουμε το όνομα «χριστιανός» να νιώθουμε τη χαρά της νίκης κατά του θανάτου. Κατά των όσων
περιμένουν οι άλλοι, ο κόσμος, η ζωή από εμάς. Όχι γιατί είναι όλα άσχημα ή
υποτιμητικά. Αλλά γιατί υπάρχει Εκείνος που αν αποφασίσουμε να προχωρήσουμε σε
ρήξη με τις όποιες προσδοκίες, γίνεται και για μας η όντως Ζωή. Δρόμος
δύσκολος. Δρόμος όμως προκλητικός και
ταυτόχρονα που σε κάνει αληθινά γενναίο και δυνατό. Κι ας μην νιώσεις ποτέ μέσα
σου ότι είσαι κάτι το ξεχωριστό. Γιατί οι Άγιοι δεν θεωρούσαν ότι κάνουν τίποτε
περισσότερο από αυτό που το όνομά τους τούς καλούσε να είναι . Αληθινοί
χριστιανοί. Ό,τι χάσαμε. Ό,τι ίσως
χρειάζεται να αναζητήσουμε. Στην Εκκλησία, στην κοινωνία, στον εαυτό μας.
«Θεέ του Δημητρίου και δικέ μας,
βοήθησον ημίν».