Διάβασα ξανά,
μετά από πολλά χρόνια, τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ. Στη μνήμη μου πάντοτε
υπήρχαν τα πρόσωπα του Γιάννη Αγιάννη, του Ιαβέρη, του Μάριου και της Τιτίκας,
του Θεναρδιέρου, του παππού, των επαναστατών, αλλά, κυρίως, του επισκόπου
Μυριήλ. Εκείνης της μορφής που η παρουσία της ουσιαστικά κρύβεται πίσω από τον
χαρακτήρα του Γιάννη Αγιάννη. Η απουσία στο πρώτο κομμάτι της ζωής, κάνει τον
Γιάννη Αγιάννη ένα αγρίμι, ένα άθλιο κυριολεκτικά θηρίο, ένα πρόσωπο που έχει
ως στόχο της ύπαρξής του την επιβίωση και την ελευθερία με γνώμονα τον εαυτό
του, το μίσος για την κοινωνία, την απουσία
συναισθημάτων. Η εμφάνισή του στην αρχή του μυθιστορήματος αποτελεί τον καταλύτη για την όλη διαμόρφωση
της αλλαγής στη ζωή του Γιάννη Αγιάννη. Γιατί όλο το μυθιστόρημα, ουσιαστικά,
μάς μιλά γι’ αυτό που ονομάζουμε «μετάνοια», αλλαγή νου, νοοτροπίας, ζωής. Η
μετάνοια όμως θα ήταν αδιανόητη εάν ο Γιάννης Αγιάννης δεν ξαναποκτούσε αυτό
που του έλειπε. Ψυχή.
Είχε ψυχή. Ζούσε όμως σα να μην
είχε. Δεν έφταιγε μόνο αυτός. Η σκληρότητα και η απανθρωπιά της κοινωνίας, ο
άδικος νόμος, η αδιαφορία των εχόντων και κατεχόντων γι’ αυτούς που υποφέρανε,
η απουσία παιδείας και μόρφωσης, όπως επίσης και η μη σωστή ζύγιση των
καταστάσεων από τον ίδιο, η απελπισία που κάνει τον άνθρωπο να ξεπερνά το
μεταίχμιο ανάμεσα στην τήρηση της ηθικής και την εγκατάλειψή της, έκαναν τον
Γιάννη Αγιάννη να έχει αφήσει την ψυχή του στην αθλιότητα του να υπάρχει σε
υπνώττουσα κατάσταση. Η παρουσία όμως του Μυριήλ, η έμπρακτη αγάπη, η ανθρωπιά,
η συγχώρεση που του παρείχε και η αποδοχή ακόμη και της αθλιότητάς του, η
αντιμετώπισή του ως εικόνας Θεού, όπως του υπαγόρευε η πίστη του στο Χριστό και
η παρουσία του Φωτός της αγάπης στην δική του ψυχή, κάνουν τον Γιάννη Αγιάννη
να ξαναβρεί την υπνώττουσα ψυχή του. Ειδικά
η σκηνή κατά την οποία οι χωροφύλακες φέρνουν τον δραπέτη Γιάννη Αγιάννη σε
κατάσταση αγριμιού, καθώς είχε κλέψει τα ασημικά του σπιτιού του επισκόπου και
η δωρεά από εκείνων των δύο κηροπηγίων αποτελεί μία από τις συγκλονιστικότερες
σκηνές της ανθρώπινης λογοτεχνίας.
Το μυθιστόρημα λειτουργεί με
γνώμονα το πώς η ψυχή του Γιάννη Αγιάννη εξιλεώθηκε, συγχωρέθηκε για όλες τις
αμαρτίες της. Και ό,τι έκανε ο Γιάννης Αγιάννης αποτελούν γεννήματα της
αιχμαλωσίας της ψυχής του από την αγάπη και το φως που της έδωσε ο επίσκοπος
Μυριήλ. Αυτή είναι η δύναμη ενός αγίου που βγάζει από την αθλιότητα μία ψυχή. Η
ελεημοσύνη, η δημιουργικότητα και η προσφορά στους συνανθρώπους του, η
παραίτηση από την δική του δόξα και η επαναπρόσληψη της ιδιότητας του κατάδικου
για να μην πληρώσει για λογαριασμό του κάποιος που δεν έφταιγε, η πατρότητα στο
πρόσωπο της Τιτίκας, η εφευρετικότητα και η σιωπή, η προσευχή και η υπομονή και
την ίδια στιγμή η καλλιέργεια του δρόμου της συγχώρεσης προς την κοινωνία και
τον νόμο, όπως εκφράζονται στο πρόσωπο του αστυνόμου Ιαβέρη, αλλά και η αποδοχή
από τον Γιάννη Αγιάννη ότι δεν του ανήκει ούτε το παιδί που έσωσε, η
Τιτίκα, και η απόσυρση στην αλήθεια της
απόλυτης ταπείνωσης που την ίδια στιγμή ελευθερώνει και την ίδια στιγμή οδηγεί
στον πόνο της απόλυτης μοναξιάς, για να έρθει η λύτρωση πριν το θάνατο με την
συναίσθηση ότι τόσο ο Θεός όσο και οι άνθρωποι τον συγχώρεσαν και του έδειξαν την αγάπη που τόσο του έλειψε
στη ζωή, είναι σημεία που βγαίνουν από τη γραφίδα ενός συγγραφέα που η αξία του
είναι διαχρονική.
Ξαναδιαβάζοντας λοιπόν τους Αθλίους, διαπίστωσα πόσο προφητικά λειτουργούν
για την εποχή μας, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτισμικό επίπεδο. Κοινωνικά
διότι περιγράφουν την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, την αδιαφορία
για την φτώχεια, την αθλιότητα και την μοναχικότητα, όπως αυτή αποτυπώνεται στη
ζωή ηρώων όπως η Φαντίνα, ο Γαβριάς, την κακία που γίνεται συκοφαντία,
κατάκριση, μιζέρια, όπως των κατοίκων της Μοντρέιγ έναντι του δημάρχου
Μαγδαληνή-Γιάννη Αγιάννη, αλλά και την ανάγκη για επανάσταση εναντίον της
απουσίας κοινωνικής δικαιοσύνης, η οποία όμως δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο
στον οραματισμό και τις ιδέες, γιατί είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αφού οι
πολλοί δεν θα είναι έτοιμοι να κάνουν θυσίες. Πολιτισμικά διότι περιγράφουν την
απουσία ολοκληρωμένης παιδείας, η οποία μπορεί να βγάλει τον άνθρωπο από την
αμάθεια της ψυχής και την δεισιδαιμονία, τον προσανατολισμό της ζωής στην
επιβίωση και όχι στη δημιουργία, την αδιαφορία για την συλλογική ελευθερία και
τον τονισμό του ατομοκεντρισμού, τον εκφυλισμό της πολιτικής σε σύγκρουση
συμφερόντων και διαμάχες προσώπων και όχι την θέασή της ως τρόπου διακονίας της κοινωνίας με σκοπό την άνοδο της
ποιότητας της ζωής όλων, όπως επίσης και την φοβία έναντι του περιθωριακού και
του αποκλίνοντος από τις κοινωνικές νόρμες ανθρώπου και την άρνηση συμβολής
στην κοινωνική του επανένταξη. Πολιτισμός χωρίς αγάπη για τον άνθρωπο.
Πολιτισμός με θεσμούς, που δεν αποσκοπούν όμως στην συλλογική πρόοδο και στη
βοήθεια προς του αδύναμους, αλλά στην επιβολή ενός νόμου που δεν νοιάζεται για
την ψυχή του ανθρώπου, αλλά μόνο για την τάξη και την ηθική.
Νεοάθλιοι μπορεί να υπάρχουν
και σήμερα. Ίσως όχι στην έκταση και τις διαστάσεις του 19ου αιώνα,
αν και τίποτε δεν αποκλείεται, τουλάχιστον για τις μεγάλες πόλεις. Ίσως όμως η
μεγαλύτερη νεοαθλιότητα να είναι η ύπνωση της ψυχής μέσα στον πολιτισμό
των αγαθών, της επιβίωσης, της εικόνας και της πληροφορίας, της απουσίας
σχέσεων αγάπης, ενδιαφέροντος, δημιουργικότητας με γνώμονα την πρόοδο των
πολλών και όχι μόνο των εχόντων και κατεχόντων, αλλά και η άρνηση του μεταφυσικού
προσανατολισμού. Αν θέλουμε αληθινά να ανατρέψουμε την λογική που μας οδήγησε
στην κρίση, ίσως χρειάζεται να ξεκινήσουμε από το ξύπνημα της ψυχής μας. Για τον συγγραφέα, άλλωστε, η αγάπη αποτελεί
την ριζική απάντηση στο πρόβλημα της αθλιότητας.
Κι εδώ έγκειται μεγάλη η
ευθύνη της Εκκλησίας. Γιατί η μετάνοια ξεκινά από εμάς πρωτίστως, που
λησμονούμε ότι δεν είναι η θέση μας στην κοινωνία και η περιουσία μας που
διακυβεύονται σήμερα, αλλά η αδυναμία μας να μπολιάσουμε τους πολλούς με την
έγνοια μιας ψυχής που θα αγαπά Θεό και άνθρωπο. Από κει ξεκινά η ανάγκη για μια
επανάσταση που θα μας κάνει να αποτινάξουμε την αθλιότητα της ύπνωσης και του
εγκλεισμού στον εαυτό μας. Κι αυτή η επανάσταση έρχεται μέσα από την σχέση με
τον νικήσαντα τον Άδη και τους ανθρώπους σώσαντα. Αυτό το μήνυμα είναι καιρός
να αφυπνίσει τις καρδιές όλων μας. Για να μπορούμε να μη διστάζουμε
να ζητούμε και να παλεύουμε για
περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, η οποία δεν έρχεται μέσα από τα συσσίτια
και τη φιλανθρωπία, αλλά μέσα από την απόρριψη αυτού του τρόπου ζωής, αυτού του
πολιτισμικού προτύπου που διέλυσε τις καρδιές και την ανθρωπιά στο όνομα του
κέρδους, της κατανάλωσης και της μετοχής στην ψεύτικη ευτυχία του εγωκεντρισμού.
Η αλλαγή όμως δεν μπορεί να έρθει έξω, αν δεν ξεκινήσει από μέσα. Και η
Εκκλησία χρειάζεται να παλέψει και για τα δύο.
Κέρκυρα, 29 Μαΐου 2013