Οι άνθρωποι χρειαζόμαστε συχνά ένα σημάδι από τον
Ουρανό, ότι ο Θεός ακούει τις προσευχές μας, ότι μπορούμε να έχουμε ελπίδα, ότι
ακόμη κι αν η ζωή και ο κόσμος μας δεν πορεύονται προς Εκείνον, ο Θεός δεν μας
ξεχνά. Στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης τα σημάδια αυτά ήταν η παρουσία των
προφητών και τα βιβλία της Γραφής. Στην Καινή Διαθήκη, πριν τον ερχομό του
Χριστού, το σημάδι ήταν η παρουσία της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στη συνέχεια, μετά
τον ερχομό, τα σημάδια αυτά είναι οι άγιοι και η ζωή τους και πρωτίστως το
Ευαγγέλιο και η Εκκλησία που το διασώζει και το αποτυπώνει στην πραγματικότητά
της.
Γιατί
η Παναγία υπήρξε το σημάδι ότι ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους;
Διότι
έδειξε τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης, τα μέτρα και την ευλογία που έχει
λάβει από το Θεό. Η Παναγία φανέρωσε στον κόσμο την δύναμη του κατ’ εικόνα
Θεού. Το μυστήριο της αγάπης, της ελευθερίας και της δημιουργικότητας, το οποίο
ενυπάρχει ως ανεκτίμητη δωρεά στον άνθρωπο και που ο καθένας καλείται να
εργαστεί πάνω σ’ αυτό, να συνειδητοποιήσει ότι το έχει και να το στρέψει προς
τον Δημιουργό Τριαδικό Θεό, καθιστώντας τον πορεία προς το καθ’ ομοίωσιν. Η
Παναγία περισσότερο από τον κάθε άνθρωπο βίωσε την δωρεά αυτή. Η ύπαρξή της
παιδιόθεν διψούσε για το Θεό. Έζησε στο ναό, τρεφόμενη από Εκείνον. Μνημόνευε
δια της προσευχής το όνομά Του. Εμπιστευόταν το Θεό απόλυτα, νικώντας ακόμη και
κάθε δισταγμό και λογισμό και πειρασμό. Και αξιώθηκε να τύχει της μοναδικής
ευλογίας, να κυοφορήσει τον ίδιο το Θεό, ο Οποίος σαρκώθηκε εν τη μήτρα της.
Αυτή η έκταση της φύσης της αποτέλεσε και το παράδειγμα για τον καθέναν μας.
Ότι είναι δυνατή η μορφοποίηση του Θεού εντός μας, αρκεί να κατανοήσουμε τις δυνατότητες
που μας έχουν δοθεί και να αποδεχθούμε το θαύμα της κατά Θεόν ύπαρξης.
Ακόμη,
η Παναγία δεν υπήρξε το πρότυπον της κατά κόσμον σοφίας. Δεν ήταν μορφωμένη,
δεν ήταν γεννημένη από πλούσιους, ξεχωριστούς, ισχυρούς γονείς, αλλά ήταν μία
απλή κοπέλα. Ένας άνθρωπος του λαού, συνηθισμένος και καθημερινός. Η ύπαρξή της
δεν απασχολούσε κανέναν. Δεν ήταν διάσημη ούτε για την φιλοσοφική της προσφορά,
ούτε για το κοινωνικό της έργο, ούτε για την απήχησή της ανάμεσα στους πολλούς,
όπως γίνεται για τις προσωπικότητες που η ανθρώπινη Ιστορία καταγράφει ως
μεγάλες. Έδειξε όμως ότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστί».
Ότι ο Θεός καθιστά σκεύος εκλογής Του το πρόσωπο που έχει την χάρη της πίστης,
της απλότητας, της αφιέρωσης, της αγάπης προς Εκείνον, κι ας φαίνεται κατά
κόσμον ασήμαντο. Ταπεινός ο Θεός και ταπεινοί οι συνεργάτες στο έργο της
σωτηρίας του κόσμου. Κι αυτή η ταπεινοσύνη μας δείχνει ότι η σχέση μας με το
Θεό δεν προκαθορίζεται από τα κοσμικά μέτρα, αλλά καταδεικνύεται μέσα από την
αρετή και τον αγώνα γι’ αυτήν, η οποία μας προσφέρει την άνωθεν σοφία.
Τέλος,
η Παναγία διακόνησε τον Υιό και Θεό της μέχρι το τέλος της ζωής της. Κράτησε
όχι μόνο την φυσική διάσταση της μητρότητας, αλλά και την πνευματική, που είναι
η αγάπη η οποία γίνεται τρόπος αφοσίωσης στον Υιό της, αλλά και συνδιακονίας
στο μυστήριο της σωτηρίας του κάθε ανθρώπου. Γιατί η Υπεραγία Θεοτόκος,
κυοφορήσασα τον Θεό, κατενόησε ότι η αποστολή της ξέφευγε από τα όρια της
φυσικής μάνας. Παρέμεινε η πνευματική μητέρα όλων όσων πίστεψαν στο Χριστό και
παραμένει δεόμενη για τον κόσμο και τον καθέναν από εμάς, τόσο στο παρελθόν,
όσο και στο παρόν και το μέλλον. Γιατί η διακονία του μυστηρίου της σωτηρίας
ξεκινά εν χρόνω, αλλά συνεχίζεται στην αιωνιότητα. Και συνεχίζει να
θαυματουργεί πολυποίκιλα η Παναγία μας. Μέσα από τις εικόνες και τα
προσκυνήματα. Μέσα από τις προσευχές του κάθε ανθρώπου. Μέσα από τις
παρεμβάσεις στον Υιό και Θεό της, που η πίστη μας προς Εκείνον την ωθεί να
πραγματώνει. Γι’ αυτό και αποτελεί για τον καθέναν από εμάς υπόμνηση ότι δεν
υπάρχουμε μόνο για τον εαυτό μας, αλλά και για να βοηθούμε τόσο με την προσευχή
μας όσο και με την ανάπτυξη της σχέσης μας με το Θεό, ο καθένας αναλόγως προς
το χάρισμά του, στον αγώνα της σωτηρίας και του ευαγγελισμού του κόσμου.
Η
Παναγία γίνεται όμως και το σημάδι της παρρησίας των θνητών ανθρώπων προς το
Θεό. Είναι ό,τι ωραιότερο έχουμε να επικαλεστούμε ως άνθρωποι έναντι του
Δημιουργού και Πλάστη και Θεού ημών. Αξιοποιώντας την παρουσία της ως επίγνωση
του κατ’ εικόνα, ως σκεύους εκλογής και ως διακόνου της σωτηρίας των ανθρώπων,
αλλά και της ελπίδας τους για ζωή και αφθαρσία που υπερβαίνει τον χρόνο, την
προσφέρουμε στο Θεό, ο καθένας με την προσευχή και την μνημόνευσή της, ως
εκείνη που θα μας βοηθήσει να παρουσιαζόμαστε χωρίς φόβο και απόγνωση ενώπιον
Του για κάθε αίτημα της ζωής μας. Γιατί το σημάδι του Θεού στο πρόσωπό της
προεκτείνεται στο διηνεκές. Παραμένει άφθαρτο σε κάθε εποχή. Και ατενίζοντάς
την μπορούμε να διαβεβαιώσουμε τους εαυτούς μας ότι ο Θεός μας αγαπά. Να
πάρουμε δύναμη και να αντέξουμε σε κάθε δυσκολία και κρίση. Τόσο προσωπικά όσο
και συλλογικά. Και να κάνουμε τον αγώνα μας τόσο στον παρόντα κόσμο, όσο και
στην προοπτική του μέλλοντος αιώνος ζητώντας τον φωτισμό για να πράξουμε σωστά.
Με γνώμονα το θέλημα του Θεού, την ταπεινοσύνη και την εκζήτηση της σωτηρίας.
Κι Εκείνη είναι βέβαιο ότι ουδέποτε θα πάψει να ανταποκρίνεται στις προσευχές
μας.