Στην αρχή του Τριωδίου η Εκκλησία μας έχει ορίζει
να διαβάζεται η παραβολή του τελώνη και του Φαρισαίου. Ο Χριστός, απευθυνόμενος
σε εκείνους που είχαν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και κατέκριναν τους άλλους,
διηγείται την άνοδο δύο ανθρώπων στον ναό των Ιεροσολύμων και την προσευχή
τους. Και οι δύο μίλησαν αληθινά για τον τρόπο που έβλεπαν τον εαυτό τους. Ο
Φαρισαίος είπε στο Θεό και στους ανθρώπους ότι ήταν διαφορετικός από όλους τους
αμαρτωλούς, ότι τηρούσε τον μωσαϊκό νόμο και δεν έμοιαζε ειδικά με τον τελώνη.
Δεν ήταν άδικος, άρπαγας και μοιχός. Δεν αδικούσε δηλαδή τους ανθρώπους ούτε με
τη σκέψη, ούτε με την πράξη, ούτε με τις
επιθυμίες. Δεν άρπαζε τα αγαθά τους ούτε προσέβαλε την οικογενειακή τιμή και
υπόληψή τους. Ο Φαρισαίος ανήκε στην τάξη των ευσεβών, των καθαρών, των τελείων
εξωτερικά και σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. Ο τελώνης έβλεπε την αμαρτωλότητά
του και ενώπιον του Θεού ομολογούσε ότι δεν είχε τίποτε καλό να παρουσιάσει.
Πενθούσε γι’ αυτό. Και παρακαλούσε το Θεό να τον ευσπλαχνισθεί. Από τους δύο
αλήθειες η μία οδήγησε στην άφεση, την συγχώρεση, την δικαίωση. Η άλλη, η οποία
είχε οδηγήσει τον Φαρισαίο στην αυτο-ύψωση, δεν έγινε αποδεκτή από το Θεό και ο
Φαρισαίος κατακρίθηκε.
Κέρκυρα, 24
Φεβρουαρίου 2013
Πολλά
μηνύματα διδασκόμαστε από την παραβολή. Και καθώς ξεκινά η προετοιμασία όλων
μας για την Μεγάλη Τεσσαρακοστή η Εκκλησία πρωτίστως μας καλεί να δούμε την
δική μας αλήθεια. Να εξετάσουμε τους εαυτούς μας και να παραδειγματιστούμε από
την κατάκριση την οποία υπέστη ο Φαρισαίος.
Οι περισσότεροι άνθρωποι ή φοβούνται ή
παραθεωρούν ή κατασκευάζουν την αλήθεια για τον εαυτό τους.
Η αλήθεια για τον εαυτό μας, για
τη ζωή, για τους στόχους μας, για τις σχέσεις μας χρειάζεται γενναιότητα για να
μπορεί να διακριβωθεί, αλλά και να γίνει αντικείμενο προβληματισμού ή αφορμή
για μετάνοια και αλλαγή. Συνήθως
φοβόμαστε την αλήθεια που δεν μας είναι ευχάριστη. Το ότι έχουμε πάθη. Το
ότι φέρουμε μερίδιο ευθύνης για ό,τι συμβαίνει τη ζωή μας. Για τις επιλογές
μας. Για το ότι η ζωή μας έχει όρια και τέλος. Για το ότι ο χρόνος περνά και
μας λείπουν καταστάσεις ή αγάπη ή νόημα σε ό,τι κάνουμε και ιδίως στις σχέσεις
μας με τους άλλους. Όλα αυτά δεν είμαστε
έτοιμοι και φοβόμαστε να τα αντικρίσουμε. Γιατί ή θα μας πνίξουν οι ενοχές μας
ή θα χρειαστεί να πάρουμε αποφάσεις, να ζητήσουμε άφεση και από το Θεό και από
τους ανθρώπους, να κάνουμε καινούριες αρχές στη ζωή μας. Και οι άνθρωποι έχουμε
μάθει στη συνήθεια. Μας βολεύει. Δεν
αισθανόμαστε ότι μπορούμε να αλλάξουμε.
Άλλοτε πάλι παραθεωρούμε την αλήθεια.
Αφηνόμαστε στον εκκοσμικευμένο τρόπο ζωής, στις επιλογές του πολιτισμού εντός
του οποίου ζούμε. Συμπνιγόμαστε στις μέριμνες του βίου. Και έχουμε πολλές
δυνατότητες να μην ακούσουμε και να μη δούμε τον εαυτό μας. Η εικονική μας
πραγματικότητα. Οι υποχρεώσεις μας. Η αίσθηση ότι η ζωή μας είναι γεμάτη.
Κυρίως η βεβαιότητα ότι έχουμε χρόνο, αλλά και η αίσθηση ότι η αλήθεια έχει να
κάνει μόνο με τον παρόντα χρόνο και προσεγγίζεται μονάχα με ό,τι βλέπουμε, ό,τι
ακούμε, ό,τι γευόμαστε, ό,τι απολαμβάνουμε και δεν χρειάζεται να γυρνούμε σε
σχήματα του παρελθόντος, όπως νομίζουμε ότι είναι ο Θεός, η ηθική, η ενασχόληση
με το τι θέλει και πώς αισθάνεται ο πλησίον μας και το πλήθος των πειρασμών που
αντιμετωπίζουμε, μας κάνουν να αδιαφορούμε γι’ αυτή.
Άλλοτε, όπως ο Φαρισαίος, κατασκευάζουμε
την δική μας αλήθεια. Αναγορεύουμε τους εαυτούς μας σε αυθεντίες. Μετρούμε
τα πάντα με βάση το πώς νομίζουμε ή πώς θα θέλαμε να είναι και θεωρούμε ότι
έχουμε βρει την αλήθεια. Την δική μας όμως αλήθεια. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε
με άλλα κριτήρια, όπως αυτά του λόγου του Θεού και της εκκλησιαστικής ζωής. Ο
Φαρισαίος νόμιζε ότι η αλήθεια του ήταν αποδεκτή από το Θεό και τους ανθρώπους.
Πίστευε σ’ αυτήν. Δεν μπορούσε να διακρίνει ότι μέσα από την αλήθεια του είχε
διαγράψει την ταπείνωση, την αγάπη για τους άλλους και την ευθύνη την οποία θα
έπρεπε να έχει για εκείνους. Αυτοδικαιώθηκε. Λησμόνησε ότι ενώπιον του Θεού, εκ
των πραγμάτων, δεν υπάρχει τέλειος και αναμάρτητος. Λησμόνησε ότι χωρίς το Θεό
τίποτε δεν μπορεί να πετύχει κανείς αυθεντικά. Και πίστεψε ότι ήταν «ουχ ώσπερ
οι λοιποί των ανθρώπων» (Λουκ. 18,
11). Και ευχαριστούσε το Θεό κιόλας γι’ αυτό.
Στην προβληματική μας στάση έναντι της
αλήθειας συμβάλλει αποφασιστικά η λογική της σύγκρισης. Μας παρηγορεί το
γεγονός ότι δεν είμαστε όπως οι άλλοι άνθρωποι. Ο καθένας μας χρησιμοποιεί στον
εαυτό του ως άλλοθι το γεγονός ότι σε σχέση με τους άλλους είμαστε καλύτεροι ή
δεν είμαστε τόσο άσχημα. Έχουμε πρόοδο. Έχουμε επιτυχίες. Έχουμε χαρίσματα.
Έχουμε αυτάρκεια ενίοτε. Ότι στη διαφθορά και την κρίση του κόσμου εμείς
αντέχουμε. Είμαστε διαφορετικοί. Και μπορεί να είναι αλήθεια. Ιδίως όσοι
ανήκουμε στην Εκκλησία και αισθανόμαστε ότι προσπαθούμε να λειτουργούμε με
γνώμονά μας την πνευματική πορεία, έχουμε την αίσθηση ότι σε σχέση με τους λοιπούς
των ανθρώπων είμαστε πολύ καλύτερα. Και τολμούμε να πούμε ότι ο Θεός δεν θα μας
λησμονήσει. Θα αναγνωρίσει τον κόπο μας και ότι θα μας ανταμείψει. Γι’ αυτό και
δυσκολευόμαστε, για παράδειγμα, να κατανοήσουμε γιατί υφιστάμεθα δοκιμασίες στη
ζωή μας, ενώ ενώπιον του Θεού είμαστε εντάξει. Και μπορεί κι αυτό να είναι
αλήθεια. Μέσα όμως από τη σύγκριση λησμονούμε ότι ο Θεός δεν μας κρίνει με βάση
τι είναι οι άλλοι, αλλά με βάση ποιοι είμαστε εμείς. Με βάση όχι την έλλειψη
της κακίας, που είναι κι αυτή αμφίβολη, αλλά με βάση το πόσο προχωρήσαμε στο
αληθινό νόημα της πνευματικής ζωής που είναι η ταπείνωση, η αγάπη και η
εκζήτηση του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού, όπως επίσης και της άφεσης
που ζητούμε από Εκείνον και από όσους δυσκολέψαμε στη ζωή μας.
Ο
τελώνης και η αλήθεια του αποτελούν ένα παράδειγμα που μας καλεί να ξαναδούμε τη ζωή μας. Την αλήθεια. Να μην εγκλωβιστούμε στην αλήθεια μας, αλλά να κρίνουμε του εαυτούς μας
με βάση αυτό που θέλει ο Θεός. Και «εν τη ταπεινώσει» να αναφωνήσουμε το «ιλάσθητι»,
ακόμη κι αν ο πολιτισμός μας μάς λέει ότι δεν χρειάζεται. Και ας εφευρίσκει
τρόπους για να μην μας αφήσει τελικά χρόνο και όψη, ώστε να δούμε αληθινά την
καρδιά και την ψυχή μας. Το Τριώδιο προσφέρεται, μέσα από την λειτουργική ζωή,
μέσα από την περισυλλογή, αλλά και τα ερωτήματα που θέτει, να μας δώσει την
ευκαιρία να μας ξαναδούμε. Και να επαναπροσεγγίσουμε την αλήθεια του Θεού. Ή,
καλύτερο, τον Θεό που είναι η Αλήθεια.